- εγχρίμπω
- ἐγχρίμπω και ἐγχρίπτω (AM)1. πλησιάζω («τῇ τάφρῳ ἐγχρίμπτουσιν»)2. εφάπτομαι βίαια, συγκρούομαιαρχ.1. φέρνω κοντά σε κάτι, πλησιάζω με τη βία2. (για έντομα με δηλητηριώδες κεντρί) μπήγω με ορμή3. εισχωρώ4. προσεγγίζω5. πλησιάζω γυναίκα ερωτικά6. κυνηγώ7. (για ζώο) επιτίθεμαι8. (για νόσο ή πόνο) εκδηλώνομαι.
Dictionary of Greek. 2013.